Ἀβραάμ, ὁ Abraham (73, n-3g[2]) ἀγαθός, -ή, -όν good, useful (102, a-1a[2a]) ἀγαλλιάω I exult (11, v-1d[1b]) ——, ἠγαλλίασα, ——, ——, ἠγαλλιάθην ἀγαπάω I love, cherish (143, v-1d[1a]) (ἠγάπων), ἀγαπήσω, ἠγάπησα, ἠγάπηκα, ἠγάπημαι, ἠγαπήθην ἀγάπη, -ης, ἡ love (116, n-1b) ἀγαπητός, -ή, -όν beloved (61, a-1a[2a]) ἄγγελος, -ου, ὁ angel, messenger (175, n-2a) ἁγιάζω I consecrate, sanctify (28, v-2a[1]) ——, ἡγίασα, ——, ἡγίασμαι, ἡγιάσθην ἁγιασμός, -οῦ,
Page 156